- ἡμιέτης
- ἡμι-έτης, ες, ([etym.] ἔτος)A of half a year,
ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιέτης — ἡμιέτης, ες (Α) αυτός που έχει ηλικία μισού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ετης (< έτος), πρβλ. δι έτης, χιλι έτης] … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek